Έτσι ιδρύθηκε

Ο Γιώργος ο Μοναχικός (Γ.Μ.) ζήτησε να τον γράψουν, μα δε τον γράψανε. Όμως αυτός ευγενικά τους έγραψε και γράφτηκε μόνος του μέλος στο Σύλλογο Μεσουρανούντων "Συλλομεσούρ"
- a king size life society - ο σύλλογος για τη μακροζωία...

- Τη λάτρευε τη Σοφούλα! Κοντά της ένιωθε ...φιλόσοφος...

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Θέλετε να την ... καδράρετε; Διαστάσεις κάδρου... τρία... επί δύο πόδια...
===========================================

Τα δικά μας δεν τελειώνουν

Πούλμαν Αθήνα-Θεσσαλονίκη, δυο παπούδες στο ίδιο κάθισμα, σ΄όλη
τη διαδρομή αμίλητοι.
Αποβίβαση, παραλαβή αποσκευών, ο ένας χτυπάει στην πλάτη τον άλλον
λέγοντας:
 - Έτσι που λες, φίλε μου, τα δικά μας δεν τελειώνουν, γειά για την ώρα,
θα τα ...ξαναπούμε ...

Σερενάδα στο παράθυρο του σοφού


Σοφέ μου, το τετράσοφο
Που σε φωτάει λυχνάρι
Nάτανε, λέει, φεγγάρι
Kαι συ είκοσι χρονώ !

Nάτανε τάχα η γνώση σου
Mε τον αγέρα αμάχη,
Για δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό…

Nάτανε τάχα η σκέψη σου
Συρτού χορού τραγούδια
Mιαν αγκαλιά λουλούδια
Mιαν ιστορία τρελλή,

Tα μύρια που δε γνώρισες
Nερό θαν τάειχες μάθει
Mε δάσκαλο τα πάθη
M' ένα κλεφτό φιλί.

Πολύ την καταφρόνεσες
Tη ζωή, πανάθεμά τη…
Kαι τώρα ; Eίναι φευγάτη
Σαν όνειρο πρωινό.

Ζαχ. Παπαντωνίου



Η ιδέα (3) - (τέλος, επι-τέλους)

Η ιδέα (3) - (τέλος, επι-τέλους)
................................

Η Ευτυχούλα, έτσι τη φώναζαν, (το πραγματικό της όνομα ήταν Μαρία),
ήταν ένα από τα ομορφότερα - εκείνος θάλεγε το ομορφότερο απ' όλα -
κορίτσια στη γειτονιά. Και το πιο κεφάτο. Μην έβλεπε άνθρωπο
στεναχωρημένο. Από μικρή. Τί τούλεγε, τί  τούκανε, στο τέλος τον
έκανε να γελάσει.
Στη γειτονιά. Στη γειτονιά, όπου παλιότερα είχε εγκαταστημένη τη
βιοτεχνία του. Κι όταν λέω παλιότερα εννοώ πριν από κείνο το  νόμο
που έλεγε πως οι βιοτεχνίες θα πρέπει ν' απομακρυνθούν από τις
κατοικημένες περιοχές των πόλεων. Το νόμο που μετά απ' αυτόν άρχισαν
οι βιοτεχνίες να μεταφέρονται γύρω από τις πόλεις, αλλά, ώσπου να
μαλλιάσουν στη νέα θέση τους οι βιοτεχνίες - πέτρα που κυλάει δε
μαλλιάζει - άρχισαν να μεγαλώνουν - χωρίς νόμο - και οι πόλεις κι έτσι
οι βιοτεχνίες βρίσκονταν πάλι μέσα σε κατοικημένες περιοχές  κι ύστερα
έβγαινε πάλι νέος νόμος να ξαναμεταφερθούν οι βιοτεχνίες έξω από τις
πόλεις, αλλά ώσπου  να ξαναμεταφερθούν οι βιοτεχνίες, οι πόλεις
ξαναμεγάλωναν - ξανά χωρίς νόμο - έτσι που θα μπορούσαμε και πάλι
απλά να πούμε πως η ζωή συνεχίζεται και επί το λαΐκότερον και, γιατί όχι,
πολιτικότερον " άστους να κυνηγιούνται".

Η Ευτυχούλα λοιιτόν με τη μπλε μαθητική ποδιά της και το άσπρο
γιακαδάκι της, κάθε μέρα που πήγαινε σχολείο, φρόντιζε να περνάει
μπροστά απ' τη βιοτεχνία του φίλου μας και κάθε μέρα επαναλαμβάνονταν
η ίδια στιχομυθία:
 - Καλημέρα σας, κυρ Θανάση.
 - Καλημέρα το κουκλί μας!
 - Πώς πάει η δουλειά, κυρ Θανάση;
 - Πώς πάει το σχολείο, Ευτυχούλα;

Όλα πήγαιναν καλά. Άμα φυσάει "ούριος άνεμος" , έστω και ανεπαίσθητα,
όλα πάνε καλά.

Αυτόν τον "ούριο άνεμο" έφερε στο μυαλό του κυρ Θανάση η καινούργια
ιδέα που έλαμπε σαν τον ήλιο την ώρα που ανατέλλει. Κι αυτή τη φορά,
με τη σειρά του, με μιά τσάντα στο χέρι,ο κυρ Θανάσης φρόντισε να
πέρασει μερικές φορές μπροστά από το σπίτι της Ευτυχούλας.
Βέβαια τώρα η Ευτυχούλα δεν ήταν πια μαθήτρια. Οι τόσες μεταφορές
των βιοτεχνιών είχαν δώσει και  α' αυτή το χρόνο να μεστώσει. Από μια
"αχαμνή" μαθητριούλαι - ρίχνει μπόϊ, σκεφτόταν τότε ο κυρ Θανάσης -
είχε γίνει μία ώριμη γυναίκα με ζηλευτά πιασίματα. Τον είδε και τον
γνώρισε απ' την πρώτη μέρα τον κυρ Θανάση. Η τσάντα του της θύμισε
τη μαθητική στολή της. Πώς αλλάζουν τα πράγματα. Τώρα ο κυρ
Θανάσης έμοιαζε σα μαθητής. Ήταν λίγο αστείος. Όμως την  ήθελε
την τσάντα, έτσι για να φαίνεται πως πάει για κάποια δουλειά. Όμως
εκείνη δεν βγήκε να τον χαιρετίσει. Φυσιιιά ποτέ της δεν πίστεψε οτι η
παρουσία του ιιυρ Θανάση στη γειτονιά της σήμαινε πως οι βιοτεχνίες
ξαναγυρίζουν στις κατοικημένες περιοχές   των πόλεων. Για να συμβεί
κάτι τέτοιο θα χρειαστει να περάσουν πολλά χρόνια.

Την τρίτη μέρα, την ώρα που περνούσε ο κυρ Θανάσης, η Ευτυχούλα
βγήκε στο μπαλκονάκι της κι έκανε πως τινάζει μία φλοκάτη  που πήρε
βιαστικά από το μπαούλο της.  
Ο κυρ Θανάαης αμέσως κατάλαβε το νόημα του τινάγματος της
φλοκάτης, γιατί η φλοκάτη, όσο κι αν τη χτύπαγε δυνατά  η Ευτυχούλα,
δεν έβγαζε καθόλου σκόνη. Εξ άλλου, ήταν σχεδόν καλοκαίρι.

Πλησίασε δισταχτικά προς το μπαλκόνι της.  Εκείνη τον κοίταξε.
-  Καλημέρα σας, κυρία . . . Ευτυχούλα! της λέει. Εκείνη χαμογέλασε .
-  Ε, όχι και "κυρία Ευτυχούλα", του λέει. Νωρίς είναι ακόμα.
Να τελειώσουμε πρώτα τις σπουδές μας και βλέπουμε.
- Τί σπουδάζεις; Ρωτάει κάπως αδέξια.
- Ιατρική, κι όπου νάναι παίρνω και την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος...
- Τί ειδικότητα; ρωτάει.
 - Γενική Φυσιολογία, του λέει.
 - Δηλαδή; συνέχιζε να ρωτάει σα μαθητής ο κυρ Θανάσης.
- Να, πως να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με το πως τον έφτιαξε η φύση!

Δεν πολυκατάλαβε ο κυρ Θανάσης. Δεν θέλησε να ρωτήσει περισότερα.
Ήταν σχεδόν έτοιμος να της πει "χάρηκα που σε είδα   κτλ"  και να φύγει.
Εκείνη όμως τον πρόλαβε.
 - Τί ωραία τσάντα είν' αυτή, κυρ Θανάση! Γεμάτη λεφτά ή πας σχολείο...

Ήταν έτοιμος να της πεί "για ποιά λεφτά κλπ", αλλά σκέφτηκε πως θάταν
καλύτερο να μη τπς αλλάξει την εντύπωση που τον θεωρούσε παραλή
και το γύρισε στο σχολείο. Εκεί ο άνεμος ήταν πιο ούριος.
 - Ποιό σχολείο, καλέ. Τα γκρίζα μαλιά δεν είναι για το σχολείο.
 - Ναι, αλλά τα γκρίζα μαλλιά έχουν τη γοητεία τους, τον πρόλαβε εκείνη.

Ήταν έτοιμος να της πεί "ο λόγος σου με χόρτασε", αλλά τη σκέψη του
αυτή την πήρε μακρυά ο άνεμος ο ούριος.

 - Έλα πάνω να πιούμε ένα καφεδάκι και να τα πούμε, του   λέει.
 - Εσύ, ολόκληρη γιατρέσσα, θα κάτσεις να κάνεις καφεδάκι σε μένα;
της λέει κι είχε αρχίσει να φοβάται πως έκανε γκέλα.
 - Τί είναι αυτά που λες, κυρ Θανάση; Επειδή, δηλαδή, έγινα γιατρέσσα,
έπαψα να είμαι άνθρωπος; Έλα πάνω να σου κάνω ένα καφέ με πολλές
φουσκάλες να γεμίσει η τσάντα σου λεφτά. Και μερακλίδικο σαν τα
μπλουζάκια που κάνεις εού στη  βιοτεχνία σου!

Παρα λίγο να του ξέφευγε του κυρ Θανάση "όπα" και επί το
αμερικανικώτερο "μπίγκο".

Για το πως ανέβηκε ο κυρ Θανάσης τα σκαλοπάτια  και για διάφορες
άλλες τεχνικές μικρολεπτομέρειες αφήνουμε τη λογοτεχνική  σας
φαντασία να περιγράψει. Εμείς περιοριζόμαστε να γράφουμε ιστορία!
.........................................

Την ώρα που έπιναν το καφεδάκι τους και τα λέγανε σαν τον παλιό
καλό καιρό, δυό μύγες στριφογύριζαν πάνω από το φλυτζάνι με τον
καφέ του κυρ Θανάση και ήταν σίγουρο πως κάποια στιγμή θα έπεφταν
μέσα στον καφέ.
Ο κυρ Θανάσης τις έδιωξε μιά δυό φορές με το χέρι του. Όμως οι
μύγες ξαναγύρισαν στο φλυτζάνι του. Τότε ο κυρ Θανάσης, με μια
κίνηση του χεριού του, σα μαέστρος σε ορχήστρα που δίνει το φόρτε,
τις έπιασε και τις δύο μαζί. Τις κράτησε μες τη χούφτα του και όταν
τελείωσε τον καφέ του τις άφησε να φύγουν. Γυρίζοντας προς την
Ευτυχούλα, είπε: "Άστους να κυνηγιούνται" ή επί το βιοτεχνικότερον
"η ζωή συνεχίζεται"...
.............................

Εκείνη την ώρα μιά ομάδα από μικρές μαθήτριες που γύριζαν χαρωπές
από το σχολείο ακούστηκε να τραγουδούν:
 - Βρε, πού πας, Παντελή, βρε πού πας, Παντελάκη,
   με χαρά περισσή στην καρδιά σου...

Και από πίσω τους, μια ομάδα από αγοράκια, κάνοντας όσο γινόταν
μπάση τη φωνή τους, απαντούσαν:
 - Πάω στη Μαρία μου,
   πούναι η ευτυχία μου...
......
ΥΓ. Για όσους που πιθανό να μη θυμούνται τη μελωδία αυτού του
τραγουδιού  μπορούμε να στείλουμε αντίγραφο με τις νότες από το
αρχείο του μουσικού τμήματος του συλλόγου μας.

                                                                                        Μαρία με τα κίτρινα

=================