Έτσι ιδρύθηκε

Ο Γιώργος ο Μοναχικός (Γ.Μ.) ζήτησε να τον γράψουν, μα δε τον γράψανε. Όμως αυτός ευγενικά τους έγραψε και γράφτηκε μόνος του μέλος στο Σύλλογο Μεσουρανούντων "Συλλομεσούρ"
- a king size life society - ο σύλλογος για τη μακροζωία...

- Τη λάτρευε τη Σοφούλα! Κοντά της ένιωθε ...φιλόσοφος...

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Θέλετε να την ... καδράρετε; Διαστάσεις κάδρου... τρία... επί δύο πόδια...
===========================================

Νοημοσύνη της επιβίωσης



Πιτσιρικάς έκανε θελήματα και μάζευε δεκαρούλες και τις έδινε στη μανούλα του. Κέρδιζε και την αγάπη των γειτόνων και ήταν γνωστός σ όλη τη γειτονιά και στην κοντινή αγορά.

Αργότερα βοηθούσε και τους συμμαθητές του και στα μαθήματα και στα σταυρόλεξα.
- Προϊόν γάλακτος, τρία γράματα, ο απέναντι συμμαθητής του.
- Τυρί, έλεγε αυτός!
- Μα το τυρί έχει τέσσερα γράμματα...
- Ε, φάε ένα κοματάκι απ το τυρί να γίνει με τρία γράμματα...όπως το τραγούδι "τιρ" λατα τιρλάτατα...Γέλια...Πιτσιρίκοι...

Αργότερα, κάπου μετά την εφηβεία, ερωτεύτηκε σφοδρά τη Μαρίτσα, όχι "τη βάρκα λεν Μαρίτσα", και οι δικοί του τον πάντρεψαν στο άρπα κόλα γιατί έβλεπαν τη βάρκα να μετατρέπεται σε φουσκωτό και στο χωριό ήταν βαρύ το παρατσούκλι "το μπάσταρδο" για το μωρό.

Την ίδια εποχή με αφορμή κάτι μικροεχθροπραξίες με τη γείτονα 
χώρα τον πήρανε φαντάρο.

Χρόνια φανταρίτιδα την έλεγε ο γεροντάκος γιατρός του χωριού. Θα επιβιώσουν τα παιδιά. έλεγε για τους φαντάρους. Είναι τσακάλια.

Και ο γάμος με τη Μαρίτσα θα επιβιώσει. Με άδειες από τη σημαία πεταγόταν ως τη Μαρίτσα και την επιβίωνε κι αυτήν.
Και να το "αυξάνεσθε και πληθύνεστε". Γέμιζε κουτσούβελα το σπιτάκι τους.

'Ολοι στο χωριό βοηθούσαν την οικογένεια του φαντάρου. Άλλος ψωμιά, άλλος τυριά, άλλος ζαρζαβάτια, όλα τα καλά. Πιο χουβαρντάς ήταν ο κουμπάρος. Σχεδόν κάθε μέρα έστελνε με τη γυναίκα του πράγματα. Κούριερ η κουμπάρα. Ο κουμπάρος δεν πήγαινε ο ίδιος γιατί το χωριό είχε πολλούς κοτσομπόληδες..

Μόνο μια φορά, επιβαλόταν, πήγε ο κουμπάρος. Οι φασολιές είχαν ψηλώσει πολύ και η κουμπάρα δεν μπορούσε να φτάσει ως τις κορφές να μαζέψει τα φασόλια. Τότε έτρεξε ο κουμπάρος, ανέβηκε σε μια σκάλα, κι έτσι μάζεψαν μαζί με την κουμπάρα τα φασόλια.Το κρέας του φτωχού.

Ένιωθε κάποιες τύψεις η κακομοίρα, αλλά είχε και τα ελαφρυντικά της. Ήταν ευεργετημένη τόσα χρόνια από τον κουμπάρο. Δεν της πήγαινε να δείξει αχαριστία.

Κι ο φαντάρος της συχνά της έλεγε, βαρκούλα μου, μην ανησυχείς για μένα, ξέρω να επιβιώνω, κοίτα εσύ να είσαι καλά...

Τα χρόνια πέρασαν, πολλά παιδιά, πολλά εγγόνια, ο φαντάρος ασπρομάλλης σε μια παμπάλαια πολυθρόνα, θυμόταν, ξεχνούσε, ξαναθυμόταν, ξαναξεχνούσε, κάπου χαμογελούσε μόνος του.

- Επεβίωσε...και πριν κλείσει το χαμόγελο...απεβίωσε.

Και βιντεάκι...


Γιώργος ο Μοναχικός (Γ.Μ.)


 Αν το βιντεάκι δεν παίζει κάντε κλικ ΕΔΩ.
 

  .


Ο καιρός


- Μαλάκωσε ο καιρός, φίλε μου...
- Oh  yes... φυσικό είναι, με τόσους μαλάκες...

Περαστικός

.