Έτσι ιδρύθηκε

Ο Γιώργος ο Μοναχικός (Γ.Μ.) ζήτησε να τον γράψουν, μα δε τον γράψανε. Όμως αυτός ευγενικά τους έγραψε και γράφτηκε μόνος του μέλος στο Σύλλογο Μεσουρανούντων "Συλλομεσούρ"
- a king size life society - ο σύλλογος για τη μακροζωία...

- Τη λάτρευε τη Σοφούλα! Κοντά της ένιωθε ...φιλόσοφος...

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Θέλετε να την ... καδράρετε; Διαστάσεις κάδρου... τρία... επί δύο πόδια...
===========================================

Τα λεφτά

Τα λεφτά τρέχουν πιο γρήγορα απ' τον άνθρωπο. Αν όταν γενήθηκες ήταν
πίσω σου, θα σε φτάσουν...
                                             Χρυσόστομος

Η ιδέα (2)

Η ιδέα (2)

συνεχίζει - ανάθεμά τον - ο Χρυσόστομος. Για να δούμε, θα τελειώσει...
...............................................
Αυτά σκεφτόταν ο άνθρωπος, όταν, αποκαμωμένος απ΄τη δουλειά τς μέρας,
είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας και με γυρμένο
το κεφάλι του προς τα πίσω και τα μάτια του μισόκλειστα παρακολουθούσε
δυό μύγες να κυνηγιούνται.
................................................
Γύριζε τη σκέψη του στην προηγούμενη ζωή. Καλά πέρασε. Πρόκοψε που
λένε.
.................................................
Τί θέλει άλλο απ' τη ζωή; Ούτε και κείνος ξέρει...
..................................................

Κι όμως, στο μυαλό του τριγύριζε μια ιδέα. Δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένη.
Ομως ήταν μιά ιδέα. Ένιωθε την αίγλη της. Την αίγλη της καινoύργιας ιδέας
που γεννιέται. Την αίγλη που σε λίγο αρχίζει να χάνεται με τoν ρυθμό που
η ιδέα πραγματοποιείται.

Έγειρε προς τα πίσω την καρέκλα του τόσο που η καρέκλα ακούμπησε
στον τοίχο. Ξάπλωσε πάνω στην καρέκλα πιο αναπαυτικά. Άπλωσε τα
πόδια του και τ' ακούμπησε πάνω στον μπάγκο εργασίας που ήταν
μπροστά του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, αδιαφορώντας πια για τις
μύγες που συνέχιζαν να κυνηγιούνται. Άφησε, όπως θα μπορούσαμε να
πούμε, τη ζωή να συνεχίζεται ή επί το λαΐκώτερον "άστoυς να κυνηγιούνται"...
Και προσπάθησε να συγκεντρωθεί, για να μπορέσει να δεί πιο καθαρά
την καινoύργια ιδέα.Όμως η κούραση της μέρας ήταν τόση που, καθώς
έκλεισε τα μάτια του, αποκοιμήθηκε.

Όχι για πoλλή ώρα.

Ενώ κοιμόταν, φαίνεται, το μυαλό τoυ δoύλευε πάνω στην ιδέα. Κι αφού
την ξεκαθάρισε, τον ξύπνησε. Μαζί με την ιδέα που έλαμπε τώρα στo
μυαλό του σαν τον ήλιο πoυ ανατέλλει ένοιωθε και τo κορμί του ανάλαφρo.
Ο λίγος ύιτνoς, σα μάγoς, είχε αφαιρέσει από τo σώμα τoυ όλη την
κούραση της μέρας.
..................

Η ιδέα (1)

Η ιδέα.

Γράφει ο Χρυσόστομος.

Άμα βάλεις στο μυαλό σου μιά ιδέα, λένε, και την αφήσεις να
μουλιάσει στο υποσυνείδητό σου, λένε, κάποτε θα μπορέσεις να
την πραγματοποιήσεις, λένε.
Το ίδιο ισχύει, αν την ιδέα σου σου τη βάλει κάποιος άλλος,λένε.
Πιό πολύ ισχύει αυτό που λένε, αν την ιδέα τη βάλεις στο μυαλό
σου από μικρό παιδί.
- Τί θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις, Γιαννάκη;
- Εγώ θα γίνω επιστήμονας! λέει και παίρνει ένα ύφος τόσο σοβαρό
ο Γιαννάκης, που δε σ'αφήνει κανένα περιθώριο ν' αμφισβητήσεις
αυτά που λέει. Και γίνεται. Αλλά και το πιο σπουδαίο, όσο
μεγαλώνει, βελτιώνει και το ύφος του. Σοβαρός! Πολύ σοβαρός !
Τόσο σοβαρός που μερικοί νομίζουν πως είναι γιατρός! Πολλοί
λένε "αυτό ξεπερνάει και τα όρια της σοβαρότητας, κοντεύει να
φτάσει τη σοβαροφάνεια!"
Αγράμματοι καθώς είναι οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως
η σοβαροφάνεια είναι πιό μεγάλο από το σοβαρός. Τους εντυπωσιάζει
εκείνο το "φάνεια". Όπως λέμε "Θεοφάνεια"!

Δεν έχει σημασία ποιά ιδέα θα βάλεις στο μυαλό σου. Όλες οι
ιδέες το ίδιο είναι. Τί νομίζετε πως διαφέρουν οι ιδέες μεταξύ
τους. Ελάχιστα. Να, "μια ιδέα", που λέμε.

Αυτά σκεφτόταν ο ανθρωπος , όταν, αποκαμωμένος απ' τη δουλειά
της μέρας, είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας
και με γυρμένο το κεφάλι του προς τα πίσω και τα μάτια του
μισόκλειστα παρακολουθούαε δυό μύγες να κυνηγιούνται. Θυμήθηκε,
όταν ήταν μαθητής, την ώρα του μαθήματος, έτσι και περνούσαν
από μπροστά του μύγες - κι είχε πολλές τότε - έ, δεν τη γλυτώνανε.
Με μια κίνηση του χεριού του, σα μαέστρος σε ορχήστρα που δίνει
το φόρτε, τις έπιανε και τις δύο μαζί.
Για μιά στιγμή σκέφτηκε το κάνει και τώρα, έτσι για να θυμηθεί
τα σχολικά του χρόνια, αλλά παραιτήθηκε. Δεν είναι επειδή αυτό
δεν ταιριάζει με τη σοβαρότητα ενός ενήλικα. Όχι, απλά όταν
περνούν τα χρόνια "το μεν πνεύμα πρόθυμο, αλλά η σαρξ ...."

Τα χρόνια! Τι να σου πω. Έτσι και πέρναγε απ' το μυαλό του
αυτή η λέξη, μελαγχολούσε, Πώς πέρασαν τόσο γρήγορα! Αισθανόταν
ένοχος που τ'άφησε να περάσουν. Τί μπορούσε να κάνει άλλωστε.
Να τα σταματήσει; Πώς; Με χρονοφράγματα;

Γύριζε τη σκέψη του στην προηγούμενη ζωή. Καλά πέρασε. Πρόκοψε
που λένε. Βέβαια δεν έγινε επιστήμονας. Έκανε και οικογένεια.
Τα παιδιά του τον πέρασαν στο μπόϊ. Όπου νάναι, η κόρη του θα
του φέρει και εγγονάκι. Τί θέλει άλλο απ' τη ζωή. Ούτε και
κείνος ξέρει.
Και σε λίγες μέρες, να και το Πάσχα. Θα πάει στο στο χωριό του.
Στην αυλή του πατρικού σπιτιού του. Θα ψήσει τ'αρνάκι στη σούβλα.
Θα ταουγκρίσει τα κόκκίνα αυγά. Θα τραγουόήοει. Θα χορέψει και
τσάμικο. Και... και... και.. Μόνο να μη ξεχάσει να πάρει μαζί
του το ψάθινο καπέλλο του και τον αρπάξει ο ήλιος...

Στο επόμενο,(2), η συνέχεια
φυσικά από τον Χρυσόστομο.

Ζήτω οι πιτσιρίκοι !

Ο ένας πιτσιρίκος:

- Εμείς στο σπίτι μας πίνουμε νερό που εμφιαλώνεται στη πηγή!
Κάνει καλό στο σώμα...

Κι ο άλλος αμέσως τον κόβει:

- Εμείς όμως πίνουμε "νεράκι του Θεού"! Κάνει καλό στο σώμα
και στη ψυχή...


.

Ο κυρ Αλέκος και το σορτάκι του

,
Μυθιστόρημα τύπου W.C.

     (Τα μυθιστορήματα τύπου W.C. για να τα διαβάσετε χρειάζεται τόσος
χρόνος όσο διαρκεί μιά νορμάλ αφόδευση. Στους ... δυσκοίλιους συνιστούμε
να τα  -δια-βά-ζουν - συλ-λα-βι-στά...)

Τίτλος.   Ο κυρ Αλέκος και το σορτάκι του.

Ο κυρ Αλέκος στα δεκαοχτώ του είχε τελειώσει με "λίαν καλώς" το εξατάξιο
Γυμνάσιο, διαγωγή "κοσμιωτάτη", και είχε μάθει και λίγα Αγγλικούλια από
μία μέθοδο άνευ διδασκάλου που του είχε χαρίσει ένας καθηγητής του
γιατί τον έβλεπε που του άρεζε η μάθηση.

    Στο Πανεπιστήμιο δε θέλησε να πάει γιατί τα έξοδα ήταν πολλά. Ούτε
όμως η μάνα του τον άφησε   να  συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα του
που είχε κρεοπωλείο γιατί σιχαινόταν τα αίματα.

Πήγε λοιπόν για λίγο καιρό σε μία "σχολή ελευθέρων σπουδών" όπου
έμαθε λίγα λογιστικά και γραφομηχανή και γύρισε στο χωριό με την ελπίδα
να προσληφθεί στην Κοινότητα που λέγαν πως θα γίνονταν Δήμος, γιατί
το χωριό είχε μεγαλώσει αρκετά. 

   Η αλήθεια είναι πως η Κοινότητα έγινε Δήμος, αλλά ο κυρ Αλέκος δεν
διορίοτηκε. Έτσι αποφάσισε να ανοίξει ένα γραφείο "αιτήσεις - δηλώσεις
κλπ"  για να μπορέσει να κερδίσει το ψωμί   του.

Τον πρώτο καιρό τα πράγματα ήταν δύσκολα γιατί είχε πολύ ανταγωνισμό
από ένα γέρο λογιστή.   Ευτυχώς όμως γι αυτόν, ο παλιός λογιστής τα
παράτησε γρήγορα, γιατί είχε καμπουριάσει απ' τ' αρθριτικά και δεν
μπορούσε να κάθεται στην καρέκλα. Όμως και πάλι η δουλειά ήταν λίγη.
Τί να συνέβαινε  άραγε.

    Ένα μεσημέρι που πέρναγε από την πλατεία του χωριού για να πάει στο
σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό είδε ένα γκρουπ από τουρίστες που
κατέβηκαν από ένα λεωφορείο και μπαίναν στη σειρά για να πιούν νερό
απο τη βρύση της πλατείας.
Όλοι φορούσαν σορτάκια. Άντρες και γυναίκες. Αγάθεψε.
Πλησίασε δισταχτικά και σε λίγο οι τουρίστες τον είχαν περικυκλώσει και
τον τρέλαναν στις ερωτήσεις μόλις είδαν ότι μιλούσε αγγλικά. Γιά πρώτη
φορά στη ζωή του ένοιωσε τόσο περήφανος. Ήθελε εκείνη την ώρα να τον
έβλεπε ο Δήμαρχος που δεν τον είχε διορίσει στο Δημαρχείο να σκάσει
από τη ζήλεια.
Την ώρα που οι τουρίστες ανέβαιναν βιαστικά στο λεωφορείο που κορνάρισε
τόλμησε να ρωτήσει.

- Εξκιούζ με σερ. Γιατί όλοι φοράτε σορτάκια;

Ο τελευταίος τουρίατας καθώς ανέβαινε γύρισε και του είπε:

- Φορ δη αρθρίτις... Για τ' αρθριτικά. Κάνει καλό. Γκουτ.

Την άλλη μέρα στο γραφείο του περήφανος εξιστορούσε στη βοηθό του
τη Βασούλα τα χθεσινά του κατορθώματα και για το σορτάκι που φορούσε.

Η Βασούλα η βοηθός του πάντοτε τον θαύμαζε και απ' αυτόν μάθαινε τα
πάντα. Έτσι την επομένη,  νάσου και η Βασούλα με σορτάκι.

Τον κυρ Αλέκο δεν τον χώραγε ο τόπος. Κοίταζε μια το δικό του σορτάκι
και μια εκείνης κι όλο σκεφτόταν. "Δεν θα είναι πολύ μικρή για μένα;..."

Ο καιρός περνούσε. Η δουλειά μέρα με τη μέρα αύξανε. Όλοι στο χωριό
έτρεχαν στον κυρ Αλέκο να τους κάνει τα χαρτιά. Και, να το χρήμα γέμιζε
τις τσέπες του κυρ Αλέκου.

Αγόρασε τηλεόραση, βίντεο, αυτοκίνητο. Πήρε κι ένα κτήμα. Άρχισε και τις
καλλιέργειες που τούλεγαν οι πελάτες του. Δέντρα, ζαρζαβάτια , κρεμυδάκια.
Εκείνο που δεν πολυκατάλαβε ήταν όταν του είπε ο γιατρός να κάνει
"καλιέργεια ούρων".

Κι όλο σκεφτόταν για τη Βασούλα. " Μήπως είναι πολύ μικρή για μένα.".

Εκείνη τη μέρα η Βασούλα δεν ήρθε στο γραφείο. Το νέο αμέσως
κυκλοφόρηοε.

Η Βασούλα "κλέφτηκε" με το γιο του μανάβη!

Έτσι εξηγείται πού ο μανάβης είχε αρχίσει να κάνει φορολογικές
δηλώσεις για το Φιπιά.

Στ' αυτιά του κυρ Αλέκου ξανακούατηκε η κόρνα του λεωφορείου των
τουριστών. Γιατί να μη ρωτήσει νωρίτερα τους τουρίστες για τα σορτάκια...
Κάτι παραπάνω θα μάθαινε!..




.=========
" Ποιό καλή η μοναξιά" (στίχος τραγουδιού)
... όταν είσαι με παρέα...

.

Τα δεκαπενταύγουστα

(Σεπτ 89 "ένα το μήνα", ένα τεύχος για όλους κατάλληλο, σε σκληρό χαρτί.
Ελπίζω να θυμάστε ότι το προηγούμενο μήνα ο σύλλογος σας είχε χορηγή
σει από ένα ρολό χαρτί υγείας για να μη χρησιμοποιείτε τα τεύχη του "συλ-
λομεσούρ".)

Τίτλος,   Το   δεύτερο   δεκαπενταύγουστο   του   Αυγούστου.

Μυθιστόρημα τύπου "Αννούλα" εμπνευσμένο από τρία παιδιά Βολιώτικα.

Ήταν οι πρώτες μέρες που άρχισαν να λειτουργούν τα δημοτικά σχολεία
κι οι πιτσιρίκοι τις περισσότερες ώρες τις πέρναγαν στην αυλή του σχολείου!
Κάτι οι δάσκαλοι κουρασμένοι απ τις διακοπές. Κάτι τα βιβλία δεν τυπώ-
θηκαν ακόμα. Κάτι από δω, κάτι σπό κεί, άμα δεν   γενηθεί ο Χριστούλης,
τα μαθήματα δε μπορούν να μπούν σε ρέγουλα.
Η καθαρίστρια του σχολείου χάζευε και κρυφοκαμάρωνε αυτά τα ζωντανά
και πολλές φορές ενοχλητικά παιδάκια, αλλά τ' αγαπούσε όλα γιατί δεν την
ξεχνούοανε. Κάθε φορά που οι δάσκαλοι έγραφαν στους πίνακες "Μη
ξεχνάτε τις υποχρεώσεις σας"   όλα  τα παιδάκια έδιναν στην καθαρίστρια
το χαρτσιλίκι της.
—  Τί θέλουν και τα τυρανάνε τα καημένα, σκεφτόταν. Εγώ σαράντα χρόνια
μπαινοβγαίνω στα σχολεία κι ακόμα τίποτε δεν κατάφερα στη ζωή μου.
Ούτε μια σύνταξη δε μπόρεσα να πάρω.
—  Εγώ, έλεγε δυνατά εκείνη τη στιγμή ο πρώτος πιτσιρίκος και διέκοψε
τις σκέψεις της καθαρίστριας, Εμείς, ο μπαμπάς μου πήρε ένα μήνα άδεια
τον Ιούλιο γιατί είναι δημόσιος υπάλληλος και πήγαμε διακοπές με τη μαμά
και την αδελφή μου στους Κύκλωπες!
—  Ποιούς Κύκλωπες, ρε παραμυθά, του λέει ο δεύτερος. Τί είναι αυτό,
τρώγεται;
—  Στα νησιά, βρε, συνεχίζει ο πρώτος, στα  νησιά  του Αιγαίου.
—  Ά, κατάλαβα, λέει ο δεύτερος. Στις Κυκλάδες θες να πεις.
—  Τί Κυκλάδες και τί Κύκλωπες, λέει ο πρώτος. Ξέρεις τι ωραία ήτανε!
Σου είπα εμένα ο μπαμπάς μου είναι δημόσιος  υπάλληλος  και πήραμε ένα
μήνα άδεια τον Ιούλιο...
Κάπου κει τον διακόπτει ο δεύτερος
—  Καλά, καλά, ξέρουμε και πήγατε στους Κύκλωπες... Εμείς όμως,
συνεχίζει ο δεύτερος, με τη μαμά  και  την αδελφή  μου (αυτός αδελφή δεν
είχε, η μητέρα του ήταν έγκυος για το δεύτερο) πήγαμε στο χωριό του
μπαμπά, στο σπίτι της γιαγιάς και   περάσαμε όλο το καλοκαίρι στο χωριό.
Ο μπαμπάς είχε δουλειά κι ερχόταν μόνο τα Σαβατοκύριακα. Εκεί  να δεις
πράσινο. Εκεί να δεις δροσιά κάτω απ' τα δέντρα. Σκέτος παράδεισος .
Εσύ, ρε, γύρισε και ρώτησε το τρίτο παιδάκι που κάθονταν σιωπηλό. Εσύ
πού πήγες;
Το τρίτο παιδάκι δε βιάστηκε ν' απαντήσει. Σα κινηματογραφική ταινία
πέρασε απ' το μυαλό του όλο το καλοκαίρι.
Ο πατέρας του ήταν άρωστος στο νοσοκομείο. Η μητέρα του μιά στη
δουλειά, μια στο νοσοκομείο. Κι αυτός στο σπίτι κράταγε συντροφιά και
τάΐζε τη μικρότερη αδελφή του. Γύρισε με τρόπο και σκούπισε με το χέρι
του ένα δάκρυ που κύλισε απ' τα μάτια του και μετά με περηφάνεια γυρίζει
στους άλλους δύο πιτσιρίκους και λέει.
— Εγώ, ρε, εμείς, φύγαμε γ:α διακοπές το δεύτερο δεκαπενταύγουστο του
Αυγούστου...
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι του σχολείου και η καθαρίστρια που
είχε ακούσει τα τρία παιδιά, όταν έμεινε μόνη στο διάδρομο, σκεφτόταν.
"Του χρόνου, πρώτα ο Θεός, άμα είμαι ζωντανή, λέω κι εγώ να πάρω τις
διακοπές μου, τις πρώτες διακοπές της ζωής μου, το πρώτο
δεκαπενταύγουστο του Αυγούστου..."

Μαρία με τα κίτρινα

================

Η Αγγλική άνευ διδασκάλου.

 Συμπληρώστε:

    - Touch me anywhere..........................( I am, you want )

-------------------

Eρωτήσεις.

- Σαφής ερώτηση: "Με τί περνάμε, με Γρηγόρη ή με Σταμάτη;"
- Ασαφής ερώτηση: "Με τι περνάμε, με κόκινο ή  με πράσινο;"
Εδώ μπορεί να σας πουν:  "Εγώ περνάω με μπλε!"

-----------------------

Ερωτική ιστορία ταχύτητας.

Του άρεοε πολύ η μυτούλα της η πουαντύ.

Πήγανε για ένα τσίν-τσίν και βρέθηκαν τσίκ του τσίκ !

--

Άλλη μια απούσα

Άλλη μια απούσα

Πού νάσαι, πού νάσαι,
μου λείπεις κι απόψε!
Μπορείς και κοιμάσαι
μονάχη κι εσύ;

Πού νάσαι, πού νάσαι,
ας τόξερα μόνο
ναρχόμουν να πιούμε
λιγάκι κρασί.

Κρασί της αγάπης
που μόνο ενώνει
εσένα κι εμένα 
για νέα ζωή.

Γ.Μ.

Η Γαλήνη.

(Αν η ειρήνη ήταν σαν την "ωραία Ελένη" θα είχαμε πόλεμο Τρωικό
και όχι πυρηνικό.)

Εκείνο το πρωί - ποιός τάχα μπορεί να είναι βέβαιος - δεν ήταν βέβαιος
αν είχε ξυπνήσει. Του φάνηκε πως έβλεπε τους έλληνες και τις ελληνίδες
να σηκώνονται απο τα κρεβάτια τους μ' ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο
πρόσωπο τους. Ύστερα, αφού έφαγαν το πρωινό τους και ήπιαν και απο
ένα ποτήρι χυμό φρoύτων, ξεκίνησαν εύθυμοι για τις δουλειές τους. Τα
παιδιά πήραν τις τσάντες τους και δρόμο για το σχολείο. Τα μωρά πήραν
τις πιπίλες τους και τις ρουφούσαν αχόρταγα. Και οι γιαγιές παραξενεύ-
ονταν πως δεν κατουρήθηκαν πάνω τους από τη χαρά τους.
Εκείνη τη μέρα κανείς υπουργός, κανένα σωματείο, κανένας αθλητικός
παράγοντας δεν είχε κάνει καμιά δήλωση. Κανένα έγκλημα ή τροχαίο
δυστύχημα ή πυρκαγιά δεν αναφέρθηκε. Οι εφημερίδες δεν κυκλοφόρη-
σαν γιατί δεν είχαν καμιά είδηση να γράψουν. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί
δεν έκαναν κανένα σχόλιο, αλλά έπαιζαν συνεχώς δημοτικά και λαϊκά
τραγούδια. Σε λίγο ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους και άρχισε να
χορεύει.

Τί να συνέβαινε άραγε;

Μήπως κάποιος αρμόδιος είχε ανακηρύξει τούτη τη μέρα σαν πανελλήνια
ημέρα γαλήνης;

Εκείνο το πρωί - ποιός τάχα μπορεί να είναι βέβαιος - δεν ήταν βέβαιος
αν είχε ξυπνήσει. Μα αν αυτό που έβλεπε ήταν όνειρο - σκεφτόταν - τότε
τί πείραζε να μη ξυπνούσε για πάντα. εκείνο το πρωί ...

Μαρία με τα κίτρινα

----------
Ήταν φανερό, του έλειπε η γυναίκα. 'Ηταν ένας άνδρας ...
----------
Αρραβώνες.
Ο κ.Χ και η δ. Ψ. ετέλεσαν τους αρραβώνες τους.
Τους ευχόμαστε να καταλήξουν σε γάμο...