Έτσι ιδρύθηκε

Ο Γιώργος ο Μοναχικός (Γ.Μ.) ζήτησε να τον γράψουν, μα δε τον γράψανε. Όμως αυτός ευγενικά τους έγραψε και γράφτηκε μόνος του μέλος στο Σύλλογο Μεσουρανούντων "Συλλομεσούρ"
- a king size life society - ο σύλλογος για τη μακροζωία...

- Τη λάτρευε τη Σοφούλα! Κοντά της ένιωθε ...φιλόσοφος...

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
Θέλετε να την ... καδράρετε; Διαστάσεις κάδρου... τρία... επί δύο πόδια...
===========================================

Περί ρευστών εννοιών

     Τίτλος.     Περί ρευστών εννοιών   (μπερδεμένα  πράματα,   δηλαδή) ή  
             περί της ισότητας   φ(1)=φ(2),  όπου φ=φύλο.


-  θα διαβάσεις;   Ακούγεται τρυφερά η φωνή του.
-  Μάλλον νυστάζω. . .   λέει κάπως αδιάφορα εκείνη.
-  Τότε, να σβύσω το φως.  Εκείνος.
-  Σιγά, βρε, θα μου λυντζάρεις την κοιλίτσα μου με το προκοίλι σου.  Εκείνη.

Ακούστηκε κάποιος θόρυβος.   Κάτι σα χασμουρητά.   Ίσως να ήταν ο σκύλος.   Ίσως η γάτα.   Ύστερα επικράτησε σιγή.   Ενός λεπτού σιγή!

................................................

-  Ξέρεις ποιάν είδα σήμερα στο δρόμο;  Λέει εκείνη. Νάρθω λίγο από πάνω;... Εκείνη, βρε, την   "όμορφη",  που έβγαινε τότε με κείνον το μικρόσωμο,  που είχε και κότερο...   Η ψηλή, βρε, η Βάσω. Τον έδιωξε το μικρόσωμο, ξέρεις, καi τώρα ασχολείται με τη ζωγραφική.  Έλα λίγο από πάνω...

...Δε τη θυμάσαι, βρε, τη Βάσω;   Τη συμμαθήτρια μου απ'το δημοτικό σχολείο;  Την είχαμε καλέσει   στην επέτειο του γάμου μας κι όλη την ώρα έτρεχες από πίσω της.  "Τι κορμί" σου είχε ξεφύγει τότε  και με είχες νευριάσει.  Συνεχώς αυτήν φρόντιζες, λες και δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι στο σαλόνι   μας.   Νάρθω λίγο από πάνω;

...  Κι όταν πια, θυμάμαι, σηκώθηκες να τη χορέψεις, πανάθεμά σε, τρέμανε τα χέρια σου την ώρα  που έβαζες το δίσκο στο πικάπ.   Κι ΰστερα γύρισες και της είπες  "χορεύετε,   δεσποινίς";   Εκείνη  έσκασε στα γέλια και σου είπε γιατί "δεσποινίς" και όχι Βάσω!  Έλα λίγο από πάνω.


...   Πώς είχες κολλήσει πάνω της, μωρέ;   Σα  βδέλλα!  Τί νόμιζες πως θα γινότανε;  Ναι, δε λέω,   από μικρή ξεχώριζε για το κορμί της.   Κι όλοι οι συμμαθητές, την ώρα του μαθήματος, αυτήν   χαζεύανε.  Αλλά, τί να κάνεις, αυτή είχε διαλέξει εκείνον το μικρόσωμο...   Νάρθω λίγο από πάνω;...

...  Όμως κι εκείνη τάθελε τα παιχνιδάκια.  Μόλις της έπιασες το χέρι και την έσπρωξες προς τα πίσω,  για να κάνει τη φιγούρα του χορού,  άρχισε κι εκείνη να κουνιέται και να λυγιέται και λίγο έλλειψε να το γυρίσει το ταγκό σε τσιφτετέλι...   Έλα λίγο από πάνω...

...  Δε μου λες,   βρε βρωμόπαιδο,   μπας και μούκανες καμιά στραβοτιμονιά και της είχες κλείσει  κανένα ραντεβού τη στιγμή που την έσφιγγες και της ψιθύριζες στ'αυτί της;  Τί της έλεγες,   βρε, τί της έλεγες;   Ήθελα νάξερα...

-'Eλα!  Πάψε!  ΤΩΡΑ!  Τώρα...τη θυμήθηκα ποιά λες...Τόση ώρα...προσπαθούσα... Τώρα τη θυμήθηκα...

- Σιγά, βρε, θα μου σπάσεις τη ραχοκοκαλιά μου!..

  Ακούστηκε κάποιος θόρυβος.  Κάτι σα βογγητό.  Ίσως να ήταν ο σκύλος.  Ίσως η γάτα.  Ύστερα επικράτησε σιγή.  Ενός λεπτού σιγή.

.....................

- Τί ψάχνεις, βρε;
- Μήπως είδες πουθενά το σλιπάκι μου;
- Πάρε ένα απ'τα καινούργια που σ'αγόρασα χτες.
- Πού τα έχεις;
- Στο πρώτο συρτάρι.
- Μα εκεί βάζεις τα κυλοτάκια σου!..

Εκείνη δεν απάντησε. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Και τί να τούλεγε, δηλαδή; Τέτοια ώρα, περασμένα μεσάνυχτα!..

   Κι όπου νάναι θα τέλειωνε καί η κασέτα του μαγνητοφώνου μας...

  ( Άντε, καληνύχτα σας τώρα και ... όνειρα με γλύκα...)

                                                                        Μαρία με τα κίτρινα.


==================
Διαφήμιση:

Μουσικό  συνεργείο
" Κοντρακατσουφ ".
Επισκευάζουμε το κέφι σας.

Τα πρωτοβρόχια.

======
Koτρώνα.
Και οι εφημερίδες "εκδίδονται επί χρήμασι".
Εξαιρείται το "Ενα το μήνα". Απλά και μόνο ... εκδίδεται!
========

Τίτλος. Τα πρωτοβρόχια και τα ομπρελλάκια.

Μυθιστόρημα τύπου "καιρός να μαζευόμαστε".

Πρωτοβρόχια !
Με το άκουσμα αυτής της λέξης έτσι σούρχεται να τραβήξεις μια δυνατή κλωτσιά στη ρουτίνα και να βγεις έξω στο δρόμο.
Και ν'αρχίσεις να περπατάς, να περπατάς αδιάκοπα μες τη βροχή. Τη βροχή που πέφτει μαζί με τις χρυσές αχτίδες του φθινοπωρινού ήλιου.
Τη χ ρ υ σ ή  β ρ ο χ ή !

Κι έτσι, όπως είσαι ακόμα με τα ελαφρά ρούχα του καλοκαιριού, η βροχή να περνάει και να χαϊδεύει το κορμί σου. Και με το χάδι της να νοιώσεις εκείνη την παράξενη ανατριχίλα. Την ανατριχίλα της χρυσής βροχής!

Να γίνεις κι εσύ μια Δανάη !

( Εδώ βέβαια οι γιατροί κι οι φαρμακοποιοί - γειά σου, Γιωργάκη - θα τρίβουν τα χέρια τους. Αλλά μη σας νοιάζει.)

Δέστε, εκεί,στο βάθος του δρόμου,εκείνη την αεράτη πώς περπατάει μες τη βροχή! Λυγερή. Ελαφροπάτητη. Σαν προγραμματισμένη!
Είναι η σύγχρονη Δανάη. Η Λιλίκα. Το καμάρι της γειτονιάς μας.

Κι από το πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο της οικοδομής, ο Κωστάκης ο λεβέντης. Βλέπει τη Λιλίκα και ζηλεύει τον Δία.

Ονομαστική ο Ζευς. Γενική του Διός. Δοτική τω Διί, ή κά­πως έτσι. Αιτιατική τον Δία. Και κλητική, ώ Ζευ. (εφ, όπως λέμε σεφ). Ε ρε αξέχαστα σχολικά χρόνια. Δεν γίνεται να μας ξαναπάρουν εφέτος πάλι στο σχολείο. Πού τέτοια χαρά. Φτάνει τόσα που μάθαμε. Έχουν κι άλλοι σειρά τώρα. Γεια σου, Κωστάκη.
Ο Κωστάκης με φουσκωμένα τα στήθεια από θυμό και ζήλεια τ' αποφάσισε. Θα μονομαχήσει με το θεό. Τον Δία. Πούγινε πάλι χρυσή βροχή και του παίρνει τη Λιλίκα.
Ανοίγει αποφασιστικά την ομπρέλλα του και μ' ένα πήδημα βρίσκεται δίπλα στη Λιλίκα και την καλύπτει απ' τη βροχή. Εκείνη ξαφ­νιάστηκε. Μια χοντρή σταγόνα νερού απ' την ομπρέλλα του Κωστά­κη έπεσε στο σβέρκο της κι άρχισε να κυλάει κατά μήκος της ραχοκοκκαλιάς της.'Ενιωσε ένα ρίγος στο κορμί της. Γύρισε και τον κύταξε.
- Σας παρακαλώ, της λέει, επιτρέψτε μου. Αν πηγαίνετε κάπου κοντά, να σας πάω με την ομπρέλλα μου. Αν πηγαίνετε μα­κριά, εκείνο απέναντι είναι το καινούργιο μου αυτοκίνητο. Σας αρέ­σει;
Είναι να το σκέφτεται; Το αμάξι ήταν τσίλικο. Ο Κωστάκης, τάπαμε, λεβέντης. Και το πιο σημαντικό. Είχε καταφέρει κιόλας να πείσει και τη μαμά του πως είχε φτάσει πια σε ηλικία γάμου. Φυσικά είχε τελειώσει και το στρατιωτικό.

Έτσι απ΄τη χρυσή βροχή φτάσαμε στη χρυσή χρονιά που το ζευγάρι μας κέρδισε στο λαχείο ένα υπέροχο μωράκι.
(Όλα τα μω­ράκια, θα μου πείτε, είναι υπέροχα. Και τα μεγαλύτερα. Καλά-καλά. θα τα ξαναπούμε. Κλείνει τώρα η παρένθεση. Κλικ.) 
Και φαι­νόταν πιά πως δεν θα ξαναεμφανιστεί ο Δίας!
Όμως "άλλαι αι βουλαί    ανθρώπων, άλλα"...εκείνο το πρωί, που
ο Κωστάκης έφερε στο σπίτι το πιο ακριβό αμαξάκι για το μωρό
χωρίς να ρωτήσει τη γυναίκα του. Αστραπές και βροντές στο σπίτι.

Ξανά ο Δίας!

- Να το επιστρέψεις, βρε, ούρλιαζε η Λιλίκα. Τί αμαξάκι είναι αυτόοο. Εγώ θα διαλέξω το αμαξάκι που ταιριάζει στο μωρό!

Ο Κωστάκης κι αυτή τη φορά τον νίκησε το Δία.

Επέστρεψε το αμαξάκι κι άφησε τη Λιλίκα να διαλέξει. Και νάτοι τώρα στον ίδιο δρόμο που πρωτοσυναντήθηκαν μες τη βροχή.

Κάτω από μια ωραία λιακάδα ο Κωστάκης,μια και είχε από χρόνια άδεια ικανότητος οδηγού,έσπρωχνε το αμαξάκι με το μω­ρό και κάπου κάπου έριχνε και καμμιά ματιά στα ... μπαλκόνια.

Η Λιλίκα στο πλευρό του είχε απλωμένο το χέρι της στο αμαξάκι και με τη χούφτα της έπιανε και κουνούσε το λεβιεδάκι που α­νοιγόκλεινε το ομπρελλάκι του μωρού.

Το μωρό βλέποντας το ομπρελλάκι ν ανοιγοκλείνει χαμογελούσε.

 Και ο Κωστάκης, βλέπο­ντας μια τη Λιλίκα και μια το μωρό, θυμήθηκε για λιγο τούς φί­λους του κι ύστερα ενώ με τ' αριστερό χέρι του κρατούσε το αμαξάκι άπλωσε το δεξί του στους ώμους της Λιλικας.


(Από τη Μαρία με τα κίτρινα και το Χρυσόστομο, αφιερομένο
στο Γιώργο το Μοναχικό και τη Δακτυλογράφο μας ... )

======
Οι   δια-ζευγμένοι..

Μου είναι   πρόβλημα,   πρέπει   να   τους   στέλνω   και   τους   δύο από "ένα   το   μήνα". 
 Και   συ,   βρε   Βασιλάκη,   γιατί   δεν   το   δίνεις να το διαβάσει η πεθερά σου; Δεν έχεις δει τους
απάτσι πώς καπνίζουν;
Άμα στέλνουμε από πέντε αντίγραφα σε κάθε οικογένεια θα βουλώσει η τουαλέτα σας μιά για πάντα.
Γι αυτό σας συνιστούμε να το κάνετε γύρα. Και μιά άλλη φορά θα σας στείλουμε δώρο ένα ρολό χαρτί
γιά την υγεία σας...
=======
Στους Δημήτρηδες και στις Δημητρούλες
και ειδικότερα στην Κα
Δημητρούλα Μουγειάσου,
ευχόμαστε Χρόνια Πολλά.

Μίλα μου

Μίλα μου.

Έχω μιά θλίψη,
πώς να σου την περιγράψω,
μου κόβει τη λαλιά.
Πώς θα μπορέσεις να τη νιώσεις!
Mα κι αν τη νιώσεις, τί σημασία,
εγώ την έχω.

- Μίλα μου.
  Πες ό,τι νάναι.
  Γιά τον καιρό.
  Αλήθεια, βρέχει;

- Μίλα μου.
  Πες μου γιά σένα.
  Πές γιά τη θλίψη. Τη μοναξιά.
  Κι αν δε σε νιώσω, θα σε ακούσω.
  Δεν θάχεις θλίψη. Θάχεις λαλιά.

Γιώργος ο Μοναχικός

========
========
Είναι μιά προσφορά της κόρης του μπακάλη
με το ψευδώνυμο "Γάτα" !

Κυρίες μου,

πετάξτε τα ηρεμιστικά.

Ζητείστε "συλλομεσούρ".

Τα βλήματα.

Τα βλήματα.

Δεν ξέρεις αυτά που ξέρω.
Δεν μπορείς να κάνεις
αυτά που κάνω εγώ.
Είσαι βλήμα.

Δεν ξέρω αυτά που ξέρεις.
Δεν μπορώ να κάνω
αυτά που κάνεις  εσύ.
Σε λατρεύω.

            Το βλήμα σου.

(Χρυσόστομος)

Από μάρμαρα δανεισμένα...

Από μάρμαρα δανεισμένα...

1. "Ενθάδε κείται Νικολής, φαντάρος μιά φορά,
     εις του πολέμου τους καιρούς σπουδαίως εκδουλεύσας
     τη δούλα κάποιου λοχαγού, καθώς και την κυρά,
     και θύμα εκδουλεύσεων πολεμικών εκπνεύσας!"
                                                    Γ. Σουρής

2. "Ώ ξείν', αγγέλειν λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα,
     τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι."

3. "Ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς
     που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη,
     πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δεν τα φας
     όταν πεθάνεις θα στα φάνε κάποιοι άλλοι."
                                   Λαϊκό τραγούδι.

4.  Ενθάδε κείται ο άνθρωπος που δε γεννήθηκε ποτέ
     γιατί ο μπαμπάς του χρησιμοποιούσε προφυλακτικό
     τύπου τάδε.
                                      Διαφήμηση...

Θέλετε να την ... καδράρετε ;

Μη σφίγγεσαι !

-
Μή σφίγγεσαι!

Όταν ήμουνα μωρό και μουρχότανε έβαζα τα κλάματα. Η μαμά μου μούλεγε "μη σφίγγεσαι".

Όταν αργότερα έμαθα να πηγαίνω μόνη μου στην τουαλέττα, βογγούσα. Ο μεγαλύτερος μου αδελφός που διάβαζε μου φώναζε "μη σφίγγεσαι".

Στο σχολεία παίζαμε σχοινάκι στα διαλείματα και το σχοινάκι μπερδευόταν στα πόδια μου. Τ’άλλα παιδιά μου φώναζαν "μη σφίγγεσαι".

Με τ’αγόρια που έβγαινα αργότερα έσκυβαν (για να πούμε την αλήθεια) κοντά στ’ αυτιά μου και μου ψιθύριζαν "μη σφίγγεσαι".

Όταν κάποτε αρρώστησα κι έπρεπε να μου κάνουν ένεση η νοσοκόμα μου είπε "μη σφίγγεσαι".

Σε συζητήσεις για το άγχος μου λέγαν "χαλάρωσε", μ’άλλα λόγια "μη σφίγγεσαι".

'Ολη η ζωή μου είχε γίνει πιά ένα "μη σφίγγεσαι". Ό,τι κι αν έκανα, στο μυαλό μου πάντα ακουγόταν "μη σφίγγεσαι".

'Ετσι - δε λέω - πέρασα αρκετά καλά στη ζωή μoυ. Κι όταν πια έγινα μ΄άσπρα μαλλιά είχα ένα πρόβλημα.

Μόλις συνέβαινε κι ώσπου να φτάσω στην τουαλέττα, τα εγγόνια μου φώναζαν. "Γιαγιά, σφίξου!"

Μαρία με τα κίτρινα
-