Η ιδέα (2)
Η ιδέα (2)
συνεχίζει - ανάθεμά τον - ο Χρυσόστομος. Για να δούμε, θα τελειώσει...
...............................................
Αυτά σκεφτόταν ο άνθρωπος, όταν, αποκαμωμένος απ΄τη δουλειά τς μέρας,
είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας και με γυρμένο
το κεφάλι του προς τα πίσω και τα μάτια του μισόκλειστα παρακολουθούσε
δυό μύγες να κυνηγιούνται.
................................................
Γύριζε τη σκέψη του στην προηγούμενη ζωή. Καλά πέρασε. Πρόκοψε που
λένε.
.................................................
Τί θέλει άλλο απ' τη ζωή; Ούτε και κείνος ξέρει...
..................................................
Κι όμως, στο μυαλό του τριγύριζε μια ιδέα. Δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένη.
Ομως ήταν μιά ιδέα. Ένιωθε την αίγλη της. Την αίγλη της καινoύργιας ιδέας
που γεννιέται. Την αίγλη που σε λίγο αρχίζει να χάνεται με τoν ρυθμό που
η ιδέα πραγματοποιείται.
Έγειρε προς τα πίσω την καρέκλα του τόσο που η καρέκλα ακούμπησε
στον τοίχο. Ξάπλωσε πάνω στην καρέκλα πιο αναπαυτικά. Άπλωσε τα
πόδια του και τ' ακούμπησε πάνω στον μπάγκο εργασίας που ήταν
μπροστά του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, αδιαφορώντας πια για τις
μύγες που συνέχιζαν να κυνηγιούνται. Άφησε, όπως θα μπορούσαμε να
πούμε, τη ζωή να συνεχίζεται ή επί το λαΐκώτερον "άστoυς να κυνηγιούνται"...
Και προσπάθησε να συγκεντρωθεί, για να μπορέσει να δεί πιο καθαρά
την καινoύργια ιδέα.Όμως η κούραση της μέρας ήταν τόση που, καθώς
έκλεισε τα μάτια του, αποκοιμήθηκε.
Όχι για πoλλή ώρα.
Ενώ κοιμόταν, φαίνεται, το μυαλό τoυ δoύλευε πάνω στην ιδέα. Κι αφού
την ξεκαθάρισε, τον ξύπνησε. Μαζί με την ιδέα που έλαμπε τώρα στo
μυαλό του σαν τον ήλιο πoυ ανατέλλει ένοιωθε και τo κορμί του ανάλαφρo.
Ο λίγος ύιτνoς, σα μάγoς, είχε αφαιρέσει από τo σώμα τoυ όλη την
κούραση της μέρας.
..................
συνεχίζει - ανάθεμά τον - ο Χρυσόστομος. Για να δούμε, θα τελειώσει...
...............................................
Αυτά σκεφτόταν ο άνθρωπος, όταν, αποκαμωμένος απ΄τη δουλειά τς μέρας,
είχε ακουμπήσει την πλάτη του στην πλάτη της καρέκλας και με γυρμένο
το κεφάλι του προς τα πίσω και τα μάτια του μισόκλειστα παρακολουθούσε
δυό μύγες να κυνηγιούνται.
................................................
Γύριζε τη σκέψη του στην προηγούμενη ζωή. Καλά πέρασε. Πρόκοψε που
λένε.
.................................................
Τί θέλει άλλο απ' τη ζωή; Ούτε και κείνος ξέρει...
..................................................
Κι όμως, στο μυαλό του τριγύριζε μια ιδέα. Δεν ήταν απόλυτα ξεκαθαρισμένη.
Ομως ήταν μιά ιδέα. Ένιωθε την αίγλη της. Την αίγλη της καινoύργιας ιδέας
που γεννιέται. Την αίγλη που σε λίγο αρχίζει να χάνεται με τoν ρυθμό που
η ιδέα πραγματοποιείται.
Έγειρε προς τα πίσω την καρέκλα του τόσο που η καρέκλα ακούμπησε
στον τοίχο. Ξάπλωσε πάνω στην καρέκλα πιο αναπαυτικά. Άπλωσε τα
πόδια του και τ' ακούμπησε πάνω στον μπάγκο εργασίας που ήταν
μπροστά του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, αδιαφορώντας πια για τις
μύγες που συνέχιζαν να κυνηγιούνται. Άφησε, όπως θα μπορούσαμε να
πούμε, τη ζωή να συνεχίζεται ή επί το λαΐκώτερον "άστoυς να κυνηγιούνται"...
Και προσπάθησε να συγκεντρωθεί, για να μπορέσει να δεί πιο καθαρά
την καινoύργια ιδέα.Όμως η κούραση της μέρας ήταν τόση που, καθώς
έκλεισε τα μάτια του, αποκοιμήθηκε.
Όχι για πoλλή ώρα.
Ενώ κοιμόταν, φαίνεται, το μυαλό τoυ δoύλευε πάνω στην ιδέα. Κι αφού
την ξεκαθάρισε, τον ξύπνησε. Μαζί με την ιδέα που έλαμπε τώρα στo
μυαλό του σαν τον ήλιο πoυ ανατέλλει ένοιωθε και τo κορμί του ανάλαφρo.
Ο λίγος ύιτνoς, σα μάγoς, είχε αφαιρέσει από τo σώμα τoυ όλη την
κούραση της μέρας.
..................
Ετικέτες
syllomesour
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου