KEΦΑΛΑΙO Α΄
Από το βιβλίο Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας δανειζόμαστε
( http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL102/521/3388,13670/ )
(https://www.google.com/search?q=%CE%BA%CF%8E%CE%BB%CE%BF%CF%82&ie=utf-8&oe=utf-8&client=firefox-b-ab )
διαλέξαμε μερικά
(εύχρηστο και στον πληθυντικό) Κοίτα κάτι κώλους που έχει. (συνεκδοχικά) Το μέρος του ρούχου που αντιστοιχεί στα οπίσθια. Σχίστηκε ο κώλος του παντελονιού.
κώλος ο [kólos] Ο18 : (προφ.) 1α. οι γλουτοί: Tου ΄δωσε μια στον κώλο, εννοείται ξυλιά.(!)... Έχει ωραίο / μεγάλο κώλο. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους ...
( https://pixabay.com/el/photos/%CE%BA%CF%8E%CE%BB%CE%BF%CF%82/ )



Φιλοσοφώντας, γράφοντας κείμενα με χρήση πολλών άνω τελειών , θα χαρακτηρίζαμε τα κείμενα σαν φιλοσοφία του κώλον...
Γραμματικά το κώλον είναι γένους ουδετέρου, ενώ ο εν λόγω κώλος είναι γένους αρσενικού. Για να συμπληρώσουμε και κάτι θηλυκού γένους θα μπορούσαμε να πούμε ... πρωτόκολλο ...
Και για τα εννιάμερα, μάλλον θα τα κάνουμε δεκαοχτάμερα ή και είκοσι εφτά...
Τι μας λες τώρα, ρε μπάρμπα, άντε ν ακούσουμε και κάνα τραγουδάκι....
(καινούργιο φρούτο του συλλόγου...)
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου